απροσχημάτιστος

απροσχημάτιστος
-η, -ο [πρόσχημα]
1. ο χωρίς προσχήματα και δικαιολογίες, ειλικρινής
2. ωμός, βάναυσος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απροσχημάτιστος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς προσχήματα, χωρίς δικαιολογίες ή προφάσεις, ειλικρινής, ωμός: Οι επεμβάσεις των μεγάλων κρατών στις υποθέσεις των μικρών γίνονται κάθε μέρα και πιο απροσχημάτιστες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”